- σίζοντες
- σίζωhisspres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίζω — ΝΑ εκβάλλω συριστικό ήχο, κάνω σσσ..., σαν τον ήχο που παράγεται όταν θερμό μέταλλο και, γενικά, πυρωμένο σώμα βυθίζεται σε κρύο νερό ή επίσης σαν τον ήχο που παράγεται κατά το σβήσιμο τής φωτιάς νεοελλ. 1. επιβάλλω σιωπή εκφέροντας συνεχώς τον… … Dictionary of Greek